- αποκοιμισμένος
- η , ο1) сонный, вялый; 2) отупелый, тупой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκοιμίζω — (AM ἀποκοιμίζω) κάνω κάποιον να κοιμηθεί (συνήθως για τα βρέφη με το νανούρισμα) μσν. νεοελλ. θανατώνω κάποιον νεοελλ. 1. καταφέρνω κάποιον ώστε να μη με υποπτεύεται 2. αποβλακώνω κάποιον 3. (η μτχ.) αποκοιμισμένος νωθρός ή ανόητος … Dictionary of Greek
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek
αποκοιμίζω — αποκοιμίζω, αποκοίμισα, αποκοιμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αποκοιμίζω : σπάνια η εμφάνιση του ρήματος στην παθητική φωνή (αποκοιμίζομαι, βλ. πίν. 34 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκοιμιέμαι — αποκοιμιέμαι, αποκοιμήθηκα, αποκοιμισμένος βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκοιμιέμαι — και αποκοιμιούμαι ήθηκα, οιμισμένος, με παίρνει ο ύπνος: Εκεί που κουβεντιάζαμε αποκοιμήθηκε. Ουσ. αποκοίμηση, η και αποκοίμημα, το το να μας πάρει ο ύπνος. Η μτχ. αποκοιμισμένος, ο φανερώνει το νωθρό, το βλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)